|
|||||||||||||||||||||||||||
Αρχική > Δεδομένα για ουσίες > Τοξικολογικά δεδομένα (1/2) Απαιτήσεις τοξικολογικών δεδομένων (1/2) |
|||||||||||||||||||||||||||
Ανατρέξτε στη σελίδα 2 - Πληρώντας τις απαιτήσεις τοξικολογικών δεδομένων Στο πλαίσιο του κανονισμού REACH, οι τοξικολογικές πληροφορίες απαιτούνται για τους συγκεκριμένους σκοπούς της ταξινόμησης και επισήμανσης, τον προσδιορισμό του Ανθεκτικού, Βιοσυσσωρευτικού και Τοξικού καθεστώτος, την αξιολόγηση χημικής ασφάλειας (ΑΧΑ) και τη σχετική έκθεση (ΕΧΑ) καθώς και τον προσδιορισμό όλων των απαραίτητων μέτρων διαχείρισης κινδύνου. Οι τοξικολογικές πληροφορίες προς υποβολή για καταχώριση και αξιολόγηση ουσιών καθορίζονται στα παραρτήματα VI έως XI του κανονισμού REACH. Για σύντομη περιγραφή, ανατρέξτε στις απαιτήσεις πληροφοριών για καταχώριση. Οι καταχωρίζοντες πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις επιπτώσεις για την υγεία που αναφέρονται κατωτέρω λεπτομερώς. Επιπτώσεις στην υγεία Ερεθισμός/διάβρωση του δέρματος και των ματιών και αναπνευστικός ερεθισμός Ο ερεθισμός και η διάβρωση συνιστούν τοπικές επιπτώσεις, δηλαδή οι αλλαγές συμβαίνουν στο σημείο πρώτης επαφής της ουσίας με το δέρμα, τα μάτια ή τα επιθήλια του βλεννογόνου, όπως η αναπνευστική οδός. Οι διαβρωτικές ουσίες ενδέχεται να καταστρέψουν τους ζωντανούς ιστούς με τους οποίους έρχονται σε επαφή κατόπιν μεμονωμένης έκθεσης. Οι ερεθιστικές ουσίες είναι μη διαβρωτικές ουσίες, οι οποίες μέσω έμμεσης επαφής με τους συγκεκριμένους ιστούς ενδέχεται να προκαλέσουν φλεγμονή κατόπιν μεμονωμένης έκθεσης. Οι ουσίες που προκαλούν ερεθιστικές επιπτώσεις κατόπιν επανειλημμένης έκθεσης δεν ταξινομούνται ως ερεθιστικές. Ο ερεθισμός του δέρματος και/ή των ματιών αναφέρεται στην παραγωγή πλήρως αναστρέψιμων αλλαγών κατόπιν εφαρμογής μιας ουσίας (στην περίπτωση του ερεθισμού των ματιών, κατόπιν εφαρμογής στην εσωτερική επιφάνεια του ματιού). Οι διαβρωτικές ουσίες παράγουν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις όπως νέκρωση της επιδερμίδας και της δερμίδας, φθορά του ιστού του ματιού ή αλλοίωση της όρασης. Τα καταχωρισμένα χημικά προϊόντα για αναπνευστικό ερεθισμό ενδέχεται να προκαλέσουν παρόμοιο ερεθισμό με αυτόν των ματιών ή του δέρματος. Μπορούν επίσης, διαδρώντας συνδυαστικά με το νευροφυτικό σύστημα, να προκαλέσουν άλλες τοξικές επιπτώσεις και να οδηγήσουν σε αντανακλαστικές ανταποκρίσεις (φτάρνισμα, βήχας, αναπνευστικά συμπτώματα, κ.ά.) Οι εν λόγω επιπτώσεις είναι αναστρέψιμες. Βάσει του κανονισμού REACH, δεν απαιτείται έλεγχος για αναπνευστικό ερεθισμό καθώς δεν διατίθενται επικυρωμένες κατευθυντήριες οδηγίες. Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα υφιστάμενα και διαθέσιμα δεδομένα που αποδεικνύουν το δυναμικό αναπνευστικού ερεθισμού μιας ουσίας. Ευαισθητοποίηση δέρματος και αναπνευστικού Ο ευαισθητοποιητής είναι φορέας που έχει την ικανότητα να προξενεί αλλεργικές ανταποκρίσεις σε ευπαθή άτομα. Η αλλεργική αντίδραση πραγματοποιείται, εφόσον προηγούμενη έκθεση έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ανοσίας απέναντι στην ουσία (στάδιο ευαισθητοποίησης). Οι επιπτώσεις προξενούνται κατά την μετέπειτα επαφή: αλλεργική δερματοπάθεια, αλλεργική ρινίτις, άσθμα, κ.ά. Βάσει του κανονισμού REACH, δεν απαιτούνται πληροφορίες για την αναπνευστική ευαισθητοποίηση. Ωστόσο, στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) αρ. 1272/2008, οι ευαισθητοποιητές του αναπνευστικού συστήματος υποδεικνύονται προς εναρμόνιση της ταξινόμησης και της επισήμανσης. Οξεία τοξικότητα Η οξεία τοξικότητα αφορά στις δυσμενείς επιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν από μεμονωμένη ή πολλαπλή έκθεση στην ουσία εντός 24 ωρών. Η έκθεση αφορά στην οπτική, δερμική και αναπνευστική οδό. Η αξιολόγηση της οξείας τοξικότητας ενός χημικού προϊόντος είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό των δυσμενών επιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν κατόπιν τυχαίας ή σκόπιμης βραχύχρονης έκθεσης: είδη των τοξικών επιπτώσεων, χρόνος εκδήλωσης, διάρκεια και οξύτητα, σχέση δόσης-ανταπόκρισης και διαφορές ανταπόκρισης στα δυο φύλα. Οι ερευνώμενες βλάβες μπορούν να αποτελέσουν κλινικές ενδείξεις τοξικότητας, ανώμαλης μεταβολής σωματικού βάρους και/ή παθολογικών μεταβολών σε όργανα και ιστούς, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε θάνατο. Τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης Η τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης περικλείει τις γενικές τοξικολογικές επιδράσεις που εκδηλώνονται λόγω της επαναλαμβανόμενης καθημερινής έκθεσης σε ουσία για μέρος του προσδόκιμου ζωής (υποξεία ή υποχρόνια τοξικότητα) ή για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής (χρόνια έκθεση).
Αναπαραγωγική τοξικότητα Η αναπαραγωγική τοξικότητα δημιουργεί προφανώς μεγάλη ανησυχία καθώς η συνέχιση του ανθρώπινου είδους εξαρτάται από την ακεραιότητα του κύκλου αναπαραγωγής. Χαρακτηρίζεται από πολλές και διάφορες παραμέτρους, όπως αναπαραγωγικές δυσλειτουργίες σε αρσενικά και θηλυκά και μειωμένη ικανότητα (γονιμότητα), μετάδοση στους απογόνους μη κληρονομούμενων επιβλαβών επιπτώσεων (αναπτυξιακή τοξικότητα) και επιπτώσεις από και στον θηλασμό.
Μεταλλακτικότητα και καρκινογένεια Η μεταλλακτικότητα αναφέρεται στην επαγωγή μόνιμων μεταδοτικών μεταβολών της ποσότητας και της δομής του γενετικού υλικού κυττάρων ή οργανισμών. Οι εν λόγω μεταβολές μπορεί να αφορούν ένα μεμονωμένο γονίδιο ή τμήμα γονιδίου, μια συστοιχία γονιδίων ή χρωμοσωμάτων. Τα χημικά προϊόντα προσδιορίζονται ως καρκινογόνα, εφόσον προξενούν όγκους, αυξάνουν τη συχνότητα εμφάνισης όγκων και/ή κακοήθειας ή επισπεύδουν την εμφάνιση όγκου. Τα καρκινογόνα χημικά προϊόντα διακρίνονται συμβατικά σε δυο κατηγορίες σύμφωνα με τον υποτιθέμενο τρόπο δράσης τους. Οι μη γενοτοξικοί τρόποι δράσης περιλαμβάνουν επιγενετικές μεταβολές, όπως επιπτώσεις που δεν περιλαμβάνουν μεταβολές του DNA αλλά ενδέχεται να επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων, αλλοίωση της διακυτταρικής επικοινωνίας ή άλλους παράγοντες που εμπλέκονται στη διαδικασία καρκινογένειας. Στόχος της έρευνας της καρκινογένειας των χημικών προϊόντων είναι να εντοπισθούν πιθανά ανθρώπινα καρκινογόνα, ο ή οι τρόποι δράσης τους και το δυναμικό τους. Τοξικοκινητική Η εκδήλωση τοξικότητας λόγω έκθεσης σε μια ουσία αποτελεί αλληλουχία γεγονότων που οδηγούν τους προσβεβλημένους ιστούς του οργανισμού στην πρόσληψη της στοιχειώδους τοξικής ποσότητας για εκδήλωση δυσμενούς επίπτωσης. Η συγκέντρωση της στοιχειώδους τοξικής ουσίας στη βιολογική θέση στόχο εξαρτάται από την απορρόφηση, την κατανομή, τον μεταβολισμό και την απέκκριση. Βάσει του παραρτήματος VIII του κανονισμού REACH, απαιτείται η αξιολόγηση των εν λόγω διεργασιών, δηλαδή της τοξικοκινητικής συμπεριφοράς της ουσίας, από τις σχετικές διαθέσιμες πληροφορίες. Δεν υφίσταται υποχρέωση παραγωγής νέων δεδομένων. Ανατρέξτε στη σελίδα 2 - Πληρώντας τις απαιτήσεις τοξικολογικών δεδομένων
|
|||||||||||||||||||||||||||