BG CS DA DE EL EN ES ET FI FR HU IT LT LV MT NL PL PT RO SK SL SV
   
 
  Αρχική > Δεδομένα για ουσίες > Φυσικοχημικά δεδομένα

Φυσικοχημικά δεδομένα

   
 

Θα απαιτηθεί πλήρες σύνολο φυσικοχημικών δεδομένων που παρουσιάζουν τις φυσικοχημικές ιδιότητες για την πλειοψηφία των ουσιών προς καταχώριση σύμφωνα με τον κανονισμό REACH. Τα φυσικοχημικά δεδομένα χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των φυσικών κινδύνων (π.χ. ευφλεκτότητα) και ως βοήθημα για την πρόβλεψη ενδεχομένων τοξικολογικών ή περιβαλλοντολογικών κινδύνων, εκβάσεων και συμπεριφορών. Χρησιμοποιούνται κυρίως για σκοπούς ασφαλούς χειρισμού αλλά επίσης στον καθορισμό των κινδύνων που υφίστανται για τους ανθρώπους και το περιβάλλον από όλα τα στάδια του κύκλου ζωής μιας ουσίας (δείτε τον πίνακα Επιδράσεις και χρήσεις φυσικοχημικών δεδομένων σύμφωνα με τον κανονισμό REACH).


Απαιτήσεις φυσικοχημικών δεδομένων για ουσίες ≥ 1 τόνο ανά έτος (ανά καταχωρίζοντα)

  • Σημείο τήξης/πήξης (°C ή K): θερμοκρασία στην οποία λαμβάνει χώρα η μετάβαση φάσης από στερεά σε υγρή κατάσταση σε φυσιολογική ατμοσφαιρική πίεση. Οι πληροφορίες για το σημείο τήξης θα επηρεάσουν την επιλογή της μεθόδου για το σημείο ανάφλεξης, την αναφλεξιμότητα, την αυτο-αναφλεεξιμότητα, τις ιδιότητες οξείδωσης και τις εκρηκτικές ιδιότητες.
  • Σημείο ζέσης (°C ή K): θερμοκρασία στην οποία η πίεση του κορεσμένου ατμού ενός υγρού είναι ίση με την τυπική ατμοσφαιρική πίεση. Αυτά τα δεδομένα είναι ένα από τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται στην ταξινόμηση μιας ουσίας στην κατάλληλη κατηγορία ευφλεκτότητας.
  • Σχετική πυκνότητα (αδιάσταση): η αναλογία μεταξύ της μάζας μιας ποσότητας της ουσίας, καθορισμένης στους 20°C και της μάζας της ίδιας ποσότητας νερού, καθορισμένης στους 4°C. Η σχετική πυκνότητα δεν χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση και επισήμανση (Τ&Ε), αλλά οι πληροφορίες αυτής χρησιμοποιούνται στον καθορισμό του ιξώδους (όπως απαιτείται για τα κριτήρια ταξινόμησης για τον κίνδυνο αναρρόφησης).
  • Πίεση ατμών (Pa ή N/m2): πίεση κορεσμού πάνω από μια στερεά ή υγρή ουσία. Αυτά τα δεδομένα δεν χρησιμοποιούνται ως κριτήριο Τ&Ε ή για τον καθορισμό ανθεκτικών, βιοσυσσωρεύσιμων και τοξικών (ΑΒΤ) ιδιοτήτων, αλλά είναι μια βασική παράμετρος στον καθορισμό της περιβαλλοντολογικής έκβασης και συμπεριφοράς, για αξιολογήσεις κινδύνων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
  • Επιφανειακή τάση (N/m): ελεύθερη ενέργεια επιφανείας ανά μονάδα εμβαδού επιφανείας. Αντιστοιχεί στο ελάχιστο έργο που απαιτείται για την επέκταση της επιφανείας ανά μία μονάδα εμβαδού. Η επιφανειακή τάση δεν χρησιμοποιείται ως κριτήριο Τ&Ε, για τον καθορισμό ιδιοτήτων ΑΒΤ, ή ως συγκεκριμένη ιδιότητα στην αξιολόγηση χημικού κινδύνου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παροχή καθοδήγησης σχετικά με το εάν μια χημική ουσία θα μπορούσε να θεωρηθεί επιφανειοδραστική σύμφωνα με τον Κανονισμό 648/2004 της ΕΕ (τελευταία τροποποίηση από τον Κανονισμό 907/2006 – Απορρυπαντικά).
  • Υδοδιαλυτότητα (kg/m3 ή g/l): καθορίζεται ως η συγκέντρωση κορεσμού μάζας της ουσίας στο νερό σε δεδομένη θερμοκρασία. Αυτή η ιδιότητα δεν αποτελεί αυτόνομο κριτήριο Τ&Ε. Ισχύει για ουσίες εκτός εάν υπάρχει ήδη πρόσθετη επιστημονική απόδειξη σχετικά με την υποβάθμιση ή και τοξικότητα που να είναι αρκετή για να παράσχει επαρκή επιβεβαίωση ότι ούτε η ουσία, ούτε τα προϊόντα υποβάθμισής της θα αποτελούν ενδεχόμενο μακροπρόθεσμο και/ή καθυστερημένης εμφάνισης κίνδυνο για το υδρόβιο περιβάλλον.
  • Συντελεστής κατανομής: n-οκτανόλη/νερό (Kow, αδιάσταση): ορίζεται ως η αναλογία των συγκεντρώσεων εξισορρόπησης σε διαλυμένη ουσία σε ένα 2-φασικό σύστημα που αποτελείται από n-οκτανόλη και νερό. Αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την αξιολόγηση του χημικού κινδύνου και την αξιολόγηση Τ&Ε και ΑΒΤ.
  • Σημείο ανάφλεξης (°C ή K): η χαμηλότερη θερμοκρασία, διορθωμένη σε τυπική πίεση 101,3 kPa, στην οποία ένα υγρό αναδύει ατμούς υπό τις συνθήκες που ορίζονται στη μέθοδο δοκιμής, σε ποσότητα που παράγεται εύφλεκτο μείγμα ατμού/αέρα. Αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση μιας ουσίας στην κατάλληλη κατηγορία αναφλεξιμότητας.
  • Εύφλεκτες ιδιότητες: περιλαμβάνουν πυροφορισμό, αναφλεξιμότητα και αναφλεξιμότητα σε επαφή με το νερό.
    • πυροφορισμός: μια ουσία είναι πυροφόρα εάν αναφλέγεται αυθόρμητα εντός πέντε λεπτών από την έκθεσή της σε αέρα υπό τις συνθήκες τυποποιημένης δοκιμής.
    • αναφλεξιμότητα
      • ένα αναφλέξιμο αέριο είναι ένα αέριο που έχει εύρος αναφλεξιμότητας με τον αέρα στους 20°C και πίεση 101,3 kPa.
      • ένα αναφλέξιμο υγρό είναι ένα υγρό με σημείο ανάφλεξης κάτω από το άνω όριο που έχει τεθεί στα κριτήρια Τ&Ε.
      • ένα αναφλέξιμο στερεό είναι ένα εύκολα αναφλέξιμο στερεό (ουσία σε μορφή κονίας, κόκκων, ή πάστας). Μπορεί να αναφλεγεί εύκολα με σύντομη επαφή με πηγή ανάφλεξης (όπως αναμένο σπίρτο) και οι φλόγες εξαπλώνονται ταχύτατα.
      • αναφλεξιμότητα σε επαφή με το νερό: ουσίες οι οποίες σε επαφή με το νερό, ενδέχεται να αναφλεγούν αυτόματα ή να εκλύσουν αναφλέξιμα αέρια σε επικίνδυνες ποσότητες.
    Οι δοκιμές εύφλεκτων ιδιοτήτων είναι σχεδιασμένες για την ταξινόμηση μιας ουσίας στην κατάλληλη κλάση κινδύνου.
  • Εκρηκτικές ιδιότητες: τάση μιας ουσίας να υποβάλλεται σε βίαια και ταχεία αποσύνθεση, υπό κατάλληλες συνθήκες, προς παραγωγή θερμότητας και/ή αερίων. Οι δοκιμές εκρηκτικών ιδιοτήτων είναι σχεδιασμένες για την ταξινόμηση μιας ουσίας στην κατάλληλη κλάση κινδύνου. Υπάρχουν ορισμένες ουσίες που αν και δεν εμπίπτουν σε μία από τις κατηγορίες εκρηκτικών κινδύνων, βρίσκονται στα όρια χαρακτηρισμού ως εκρηκτικές. Πρέπει να δοθεί προσοχή κατά τη σύνταξη κατάλληλης δήλωσης κινδύνου για αυτές τις ουσίες.
  • Θερμοκρασία αυτανάφλεξης (°C ή K): θερμοκρασία αυτανάφλεξης για αέρια & υγρά και σχετική θερμοκρασία αυτανάφλεξης για στερεά
    • αέρια & υγρά: η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία μια ουσία θα αναφλεγεί κατά την ανάμειξή της με τον αέρα υπό συνθήκες που καθορίζονται στη μέθοδο δοκιμής
    • στερεά: ελάχιστη θερμοκρασία στην οποία μια συγκεκριμένη ποσότητα μιας ουσίας θα αναφλεγεί υπό καθορισμένες συνθήκες.
    Αυτά τα δεδομένα δεν χρησιμοποιούνται άμεσα για Τ&Ε, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για χειρισμό ασφαλείας και αξιολόγηση κινδύνου.
  • Οξειδωτικές ιδιότητες: αν και δεν είναι κατ’ ανάγκη εύφλεκτες από μόνες τους, ουσίες με οξειδωτικές ιδιότητες μπορεί να προκαλέσουν ή να συνεισφέρουν στην πρόσκληση ανάφλεξης άλλου υλικού. Αυτές οι δοκιμές ιδιοτήτων είναι σχεδιασμένες για την ταξινόμηση μιας οξειδωτικής ουσίας στην κατάλληλη κατηγορία κινδύνου μέσω σύγκρισης με μία ή περισσότερες ουσίες αναφοράς.
  • Κοκκομετρία (αποτελεσματική υδροδυναμική ακτίνα, m): τα διαφορετικά μεγέθη σωματιδίων που ορίζονται στο έγγραφο EN 4811 είναι:
    • εισπνεύσιμο κλάσμα: κλάσμα μάζας σωματιδίων που μπορεί να εισπνευστούν από τη μύτη και το στόμα.
    • θωρακικό κλάσμα: κλάσμα μάζας σωματιδίων που περνάει στο λάρυγγα.
    • αναπνεύσιμο κλάσμα: κλάσμα μάζας σωματιδίων που φτάνει στις κυψελίδες.
    Για την κατανομή του μεγέθους των σωματιδίων, η παράμετρος ενδιαφέροντος είναι η αποτελεσματική υδροδυναμική ακτίνα, ή αποτελεσματική ακτίνα Stoke Rs. Η κατανομή του μεγέθους σωματιδίων απαιτείται για να καθοριστεί ο τρόπος χορήγησης που είναι πλέον κατάλληλος για μελέτες τοξικότητας σε ζώα (οξεία τοξικότητα και τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης). Ο καθορισμός των κλασμάτων μεγέθους σωματιδίων χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση των ενδεχομένων επιδράσεων στην υγεία λόγω εισπνοής αιωρούμενων στον αέρα σωματιδίων στο χώρο εργασίας.

Απαιτήσεις φυσικοχημικών δεδομένων για ουσίες ≥ 100 τόνων ανά έτος (ανά καταχωρίζοντα)

  • Σταθερότητα σε οργανικό διαλύτη: το ποσοστό της συγκέντρωσης της ουσίας δοκιμής στο απόσταγμα του διαλύτη σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο σε σύγκριση με την αρχική συγκέντρωση της ουσίας δοκιμής σε χρόνο t = 0. Οι πληροφορίες για τη σταθερότητα μιας ουσίας σε ένα διαλύτη είναι επιθυμητές, ειδικά όταν πρόκειται να γίνει αποθήκευση των δειγμάτων.
  • Σταθερά διαστάσεως: αναλογία των συγκεντρώσεων διαχωρισμένων και μη διαχωρισμένων μορφών μιας ουσίας σε νερό και σε κατάσταση ισορροπίας. Στην περίπτωση ιονίσιμης οργανικής ουσίας, αυτά τα δεδομένα καθορίζουν ποια χημικά είδη θα είναι παρόντα σε συγκεκριμένο pH (η έκβαση και τοξικότητα της ιονισμένης μορφής μιας ουσίας μπορεί να είναι αξιοσημείωτα διαφορετικές από αυτές του αντίστοιχου ουδέτερου μορίου).
  • Ιξώδες: μέτρηση της αντίστασης ενός υγρού σε αποσύνθεση είτε από καταπόνηση διάτμησης, είτε από παρατεταμένη καταπόνηση (εκλαμβάνεται κοινά ως αντίσταση στη ροή). Αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται στην αξιολόγηση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία (οι υγρές ουσίες και τα παρασκευάσματα μπορεί να παρουσιάζουν κίνδυνο αναρρόφησης σε ανθρώπους λόγω του χαμηλού τους ιξώδους).

 

Εκπλήρωση απαιτήσεων φυσικοχημικών δεδομένων

Οι παρασκευαστές και εισαγωγείς πρέπει να ακολουθήσουν 4 βήματα για να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις πληροφοριών για την καταχώριση: 1) συλλογή υπαρχόντων σχετικών πληροφοριών, 2) εξέταση των αναγκαίων πληροφοριών, 3) προσδιορισμό κενών πληροφοριών και 4) εάν είναι αναγκαίο, παραγωγή νέων δεδομένων ή πρόταση στρατηγικών δοκιμών (για περισσότερες πληροφορίες, δείτε το Σύστημα εκπλήρωσης των απαιτήσεων δεδομένων).
Τα διαθέσιμα φυσικοχημικά δεδομένα είναι πειραματικά ή μη πειραματικά δεδομένα. Δημοσιεύονται σε πολλές πηγές (βιβλία περιβαλλοντολογικών αναφορών, επιστημονικά περιοδικά, βάσεις δεδομένων). Αυτές οι πηγές μπορεί να αποτελούν πρωτεύουσες (η καλύτερη προσέγγιση), ή δευτερεύουσες πηγές αναφοράς. Μπορεί να είναι πηγές ιστορικών δεδομένων (κατάλληλες εάν είναι αξιόπιστες και έγκυρες, πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσέγγιση Βάρους των Αποδείξεων). Ο πίνακας Πηγές φυσικοχημικών δεδομένων για τις απαιτήσεις του κανονισμού REACH περιέχει έναν σύντομο κατάλογο των χρήσιμων πηγών φυσικοχημικών δεδομένων. Εξάγονται από τον Οδηγό απαιτήσεων πληροφοριών του κανονισμού REACH. Σημειώστε ότι κάποιες από τις ιδιότητες δεν καταγράφονται σε τυπικά βιβλία ή επιστημονικές εκδόσεις: σταθερότητα σε οργανικούς διαλύτες και προϊόντα διάσπασης, ιξώδες και κοκκομετρία.
Τα διαθέσιμα δεδομένα πρέπει να αξιολογηθούν για να καθοριστεί εάν τα αποτελέσματα είναι έγκυρα ή όχι (επαρκής ποιότητα, ακρίβεια και αναπαραγωγιμότητα). Για παράδειγμα, πρέπει να ελεγχθούν τα ιστορικά δεδομένα λόγω του γεγονότος ότι κάποιες φορές οι αρχικές αναφορές δοκιμών δεν είναι διαθέσιμες ή πλήρεις.
Τα αποτελέσματα είναι επιστημονικά αποδεκτά, εάν τα πειραματικά δεδομένα παράγονται από δοκιμές με τη χρήση κατάλληλης τυποποιημένης μεθόδου που είναι Ορθή εργαστηριακή πρακτική (ΟΕΠ2) (υπάρχουν διάφορα κείμενα οδηγιών δοκιμών από τον ΟΟΣΑ3 και την ΕΕ4, δείτε τον πίνακα Μέθοδοι για τον καθορισμό των φυσικοχημικών ιδιοτήτων σύμφωνα με τον κανονισμό REACH). Εάν τα πειραματικά δεδομένα προέρχονται από δοκιμές που δεν έχουν γίνει σύμφωνα με την ΟΕΠ, θα γίνουν επίσης αποδεκτά με την προϋπόθεση ότι έχουν ληφθεί με τη χρήση κατάλληλης μεθόδου δοκιμών και ότι υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση για τις διαδικασίες ποιότητας (π.χ. συμμόρφωση με το πρότυπο ISO 170255). Ορισμένες φορές είναι αναγκαία κρίση εμπειρογνώμονα στην περίπτωση που χρησιμοποιείται μη τυπική μέθοδος δοκιμής, λόγω της ευρείας κλίμακας πιθανών τροποποιήσεων και διαφοροποιήσεων.
Στην περίπτωση μη πειραματικών δεδομένων, οι φυσικοχημικές ιδιότητες μπορούν να προσδιοριστούν με τη χρήση προγράμματος υπολογιστή που βασίζεται σε Σχέση ιδιοτήτων ποσοτικής δομής (QSPR) ή σε διασταυρούμενες προβλέψεις. Η QSPR είναι μια μαθηματική σχέση μεταξύ της χημικής δομής και μιας συγκεκριμένης φυσικοχημικής ιδιότητας. Παραδείγματα αξιόπιστου λογισμικού περιγράφονται στον Οδηγό απαιτήσεων πληροφοριών του κανονισμού REACH. Ορισμένες ιδιότητες δεν μπορούν να προβλεφθούν από τέτοιου είδους μοντέλα: σημείο ανάφλεξης, αναφλεξιμότητα, εκρηκτικότητα, θερμοκρασία αυτανάφλεξης, οξειδωτικές ιδιότητες, κοκκομετρία και σταθερότητα σε οργανικούς διαλύτες. Προβλέψεις από διαφανή μοντέλα QSPR μπορούν να γίνουν αποδεκτές εάν υποστηρίζονται από επαρκείς και αξιόπιστες τεκμηριώσεις. Εάν όχι, τότε η χρήση του υπολογισμού QSPR απαιτούν κρίση εμπειρογνώμονα. Με την προϋπόθεση ότι αυτό είναι πρακτικά εφικτό, είναι προτιμότερο να λαμβάνονται προβλέψεις από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές μεθόδους. Μια διασταυρούμενη/αναλογική προσέγγιση αξιολογεί μια δεδομένη ιδιότητα μιας χημικής δομής και τότε προβαίνει σε ορισμένη αξιολόγηση (ποιοτική ή ποσοτική) αυτών των πληροφοριών για χημικές ουσίες που δεν έχουν υποβληθεί σε δοκιμή. Αυτή η προσέγγιση απαιτεί αξιολόγηση από εμπειρογνώμονα. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην πράξη, η συγκριτική προσέγγιση για τις φυσικοχημικές ιδιότητες δεν συνιστάται γενικά, μια και θα πρέπει φυσιολογικά να υπάρχουν αξιόπιστα δεδομένα, ή να μπορούν να ληφθούν εύκολα.
Όταν πρόκειται να διεξαχθεί δοκιμή, υπάρχουν πλεονεκτήματα στην επιλογή της σειράς με την οποία θα γίνει η δοκιμή. Ιδανικά, όταν πρόκειται να διεξαχθεί πλήρης σειρά φυσικοχημικών δοκιμών, θα πρέπει να γίνουν σύμφωνα με το σχέδιο που συνοψίζεται στο διάγραμμα Διαβαθμισμένο σύστημα δοκιμών για φυσικοχημικές δοκιμές Σημειώστε ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι δοκιμές δεν είναι τεχνικά πιθανές ή αναγκαίες. Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στον πίνακα Προσαρμογές των τυπικών απαιτήσεων φυσικοχημικών δοκιμών σύμφωνα με τον κανονισμό REACH.
Οι πειραματικές δοκιμές πρέπει να διεξαχθούν σύμφωνα με τις αναγνωρισμένες μεθόδους δοκιμών και κατά προτίμηση σύμφωνα με καθεστώς Διασφάλισης ποιότητας (ενδεχομένως, υπό συνθήκες ΟΕΠ, αν και αυτό δεν αποτελεί απαίτηση για τον κανονισμό REACH). Οι μέθοδοι και πρακτικές που συμμορφώνονται με τα πρότυπα ΟΕΠ προάγουν τη διαφάνεια και αξιοπιστία των υποβληθέντων δεδομένων εξασφαλίζοντας την ποιότητα και ακεραιότητά τους.


1. CEN (2006). EN 481 document “Workplace atmospheres — size fraction definitions for measurement of airbone particles.”

2. ΟΕΠ = Ορθή Εργαστηριακή Πρακτική

3. ΟΟΣΑ = Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης

4. ΕΚ = Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν)

5. Το ISO 17025 είναι το Διεθνές σύστημα διασφάλισης ποιότητας για εργαστήρια δοκιμών και βαθμονομήσεων. Καθορίζει τις γενικές απαιτήσεις για την ικανότητα διεξαγωγής δοκιμών και/ή βαθμονομήσεων, συμπεριλαμβανομένης της δειγματοληψίας. Καλύπτει τις δοκιμές και βαθμονομήσεις που πραγματοποιούνται με τη χρήση τυπικών μεθόδων, μη τυπικών μεθόδων και μεθόδων που αναπτύχθηκαν στο εργαστήριο.



logo CNRS

Prévention du risque chimique, Γαλλία, 2007
Το παρόν έγγραφο παρέχεται μόνο για πληροφοριακούς σκοπούς και δεν αποτελεί νομική συμβουλή σε οποιαδήποτε περίπτωση. Η μόνη αυθεντική νομική αναφορά είναι το κείμενο του Κανονισμού REACH (Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1907/2006).